Το πράσινο, μαύρο, λευκό, και pu erh τσάι προέρχονται από τα φύλλα του δένδρου τσάι (Καμέλια η σινική - Camellia sinensis ή Καμέλια η θεά - Camellia thea). Οι διαφορετικές ποικιλίες προκύπτουν από την επεξεργασία που επιδέχονται.
Η ονομασία και η προέλευση του τσαγιού είναι κινέζικη. Ο θρύλος λέει πως, την ώρα που έβραζε νερό, ένα ρεύμα παρέσυρε φύλλα από κάποιο γειτονικό θάμνο και αυτά κατέληξαν στο ξεσκέπαστο τσουκάλι.
Το πράσινο τσάι είναι το πιο διαδεδομένο στην ανατολική Ασία. Το μαύρο τσάι είναι ο πιο διαδεδομένος τύπος τσαγιού που καταναλώνεται στις δυτικές χώρες.
Στην Ελλάδα είναι ενδημικό το τσάι του βουνού (γένος Sideritis). Στην Κρήτη, το βότανο Δίκταμο (Origanum dictamnus) χρησιμοποιείται αντί για τσάι.
Το τσάι περιέχει σε ποσοστό περίπου 3% το αλκαλοειδές καφεΐνη, όπως και ο καφές. Άλλα κύρια συστατικά του τσαγιού είναι οι πουρίνες θεοφυλλίνη και θεοβρωμίνη, που είναι όπως και η καφεΐνη παράγωγα της ξανθίνης. Το τσάι περιέχει επίσης πολυφαινόλες, ταννίνες και κατεχίνες, στις οποίες αποδίδεται αντιοξειδωτική δράση.